λευκαδίτικος

λευκαδίτικος
-η, -ο [Λευκαδίτης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λευκάδα ή στους Λευκαδίτες ή αυτός που προέρχεται από τη Λευκάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λευκαδίτικος — η, ο αυτός κατάγεται από τη Λευκάδα ή αναφέρεται σ’ αυτήν: Το σαλόνι της στολίζουν λευκαδίτικα κεντήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”